Άκουε πολλά, λάλει καίρια.

ΒΙΑΣ Ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ
  • Ενδιαφέροντα άρθρα

Ο πόλεμος που χάνουμε

Του Γιάννη Βούλγαρη

Την ώρα που τα φώτα της δημοσιότητας έπεφταν πάνω στις εξευτελιστικές για το Κοινοβούλιο καντρίλιες της κυβέρνησης, του Καμένου και των πρώην του, στο ημίφως περνούσαν λάθρα σχεδόν ειδήσεις του είδους: μόλις το 2040 η Ελλάδα θα επιστρέψει στο επίπεδο ανάπτυξης του 2007. Ή ότι το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί από 800 χιλιάδες ώς 2,5 εκατομμύρια. Θυμόμαστε εξάλλου ότι το ΔΝΤ έχει προβλέψει παρατεταμένη στασιμότητα ως το 2060 με ρυθμό ανάπτυξης περί το 1% κατά μέσο όρο, ενώ η αντίστοιχη πρόβλεψη της ΕΕ είναι ελάχιστα πιο αισιόδοξη. Η αυθόρμητη αντίδρασή μας σε τέτοιου είδους προβλέψεις είναι συνήθως «ζήσε Μάη μου», ή ότι προβλέψεις είναι μπορεί και να πέσουν έξω. Ατυχώς όμως συμβαίνουν δύο πράγματα. Η μεν δημογραφική πορεία είναι πολύ δύσκολα αναστρέψιμη, η δε οικονομική πρόβλεψη παράγει ήδη αποτελέσματα στο παρόν είτε αφορούν την προσέλκυση επενδύσεων, είτε το ασφαλιστικό, για να πούμε τα προφανή. Και αφήνουμε στην άκρη τις πάντα πιθανές γεωπολιτικές περιπλοκές στην περιοχή μας.

Υπάρχει μια χρησιμότητα σε αυτές τις απώτερες προβλέψεις. Σε μια χώρα που αποστρέφεται το μακροπρόθεσμο, φέρνει το μέλλον στον παρόν έστω σαν εφιάλτη. Και δείχνει πως ο χρόνος της κομματικής Πολιτικής και ο χρόνος της Ελλάδας αποκλίνουν δραματικά. Ξέρουμε βέβαια ότι οι σύγχρονες εκλογικές δημοκρατίες πάσχουν κατά κανόνα από μυωπία. Βλέπουν μέχρι τις επόμενες εκλογές την ώρα που ο ορίζοντας των προβλημάτων εκτείνεται πολύ πέρα. Όμως στην περίπτωσή μας η μυωπία είναι μεγάλη, τα προβλήματα μεγαλύτερα, και ο χρόνος να τα αντιμετωπίσουμε ασφυκτικός, διαφορετικά μπαίνουμε σε τροχιά παρακμής. Αλλά και ο χρόνος της κοινωνίας, ο χρόνος της καθημερινότητας μας, είναι εγκλωβισμένος στο βραχυπρόθεσμο, πιο δικαιολογημένα βεβαίως, καθώς προέχει η αγωνία «να τα βγάλω πέρα». Και πάλι όμως, ο αγώνας της καθημερινότητας του απλού πολίτη δεν έχει εκείνον τον στοιχειακό δυναμισμό των ανθρώπων που θέλουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Και όμως η χώρα υπέστη μια δραματική υποχώρηση, τα εισοδήματα βυθίστηκαν, οι υποδομές φθίνουν σταθερά, το ανθρώπινο δυναμικό μειώνεται και υποβαθμίζεται. Είναι σαν η Ελλάδα να έχασε έναν πόλεμο που δεν κατάλαβε ότι τον έδωσε και γι αυτό δεν έχει ψυχολογία αναδημιουργίας.

Η πολυδιαφημιζόμενη επιστροφή στην «κανονικότητα» είναι στόχος παραπλανητικός. Διεθνώς ο Κόσμος έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι «κανονικός», και ο φόβος είναι να γίνει ακόμα λιγότερο, περιλαμβανομένης της Ευρώπης. Σε περιόδους διεθνούς αβεβαιότητας, τα καρυδότσουφλα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, αντιθέτως τα κράτη με αυτοπεποίθηση πορεύονται με σύνεση ενισχύοντας την εσωτερική τους συνοχή. Στο εθνικό επίπεδο η Ελλάδα χρειάζεται μια παραγωγική εκτίναξη, αλλά αυτό που προδιαγράφεται είναι η «κανονικότητα» ενός ξεπερασμένου τύπου ανάπτυξης σε εκπτωχευμένη έκδοση.

Όπως το μοντέλο ανάπτυξης έγινε φτωχότερο αλλά χωρίς να αλλάξει δραστικά, έτσι και το πολιτικό σύστημα προσαρμόστηκε στην φτωχοποίηση χωρίς να αλλάξει συμπεριφορές. Η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν χαρακτηριστική από αυτή την άποψη. Η διάψευση των επαγγελιών και οι κωλοτούμπες προκάλεσαν μια διάχυτη κοινωνική παθητικότητα και αναδίπλωση των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων στον δικό τους μεμονωμένο αγώνα επιβίωσης και διεκδίκησης μεριδίου στην κατανομή των περιορισμένων πλέον πόρων. Η κατακερματισμένη κοινωνία παραδόθηκε έτσι ευκολότερα σε ένα κράτος – αγά που φορολογεί αστόχαστα και μοιράζει κατά κομματική σκοπιμότητα. Ο δημοσιονομικός λαϊκισμός που παλαιότερα γινόταν με πολλά λεφτά σήμερα γίνεται με ολίγα, αλλά οι πρακτικές και οι νοοτροπίες διατηρήθηκαν και χειροτέρεψαν. Αν σε κάτι ωφελεί ο τρέχων διασυρμός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών είναι ότι προειδοποιεί για τον θανάσιμο κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουμε αν παγιωθεί αυτή η Πολιτική της στασιμότητας.

Το πρόβλημα της χώρας έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι απλώς οικονομικό. Έχει γίνει βαθιά πολιτισμικό και νοοτροπιακό. Η επίκληση τής ανάπτυξης και των επενδύσεων είναι σωστή και αυτονόητη, αλλά αποτελεί μέρος μόνο του προβλήματος. Η Ελλάδα χρειάζεται να υπερβεί τον εαυτό της και να βρει την έφεση στη μακροχρόνια παραγωγική επένδυση, στη μεταποίηση, στον ορθολογικό προγραμματισμό, στη δημιουργικότητα και στην επιχειρηματικότητα. Και ο χρόνος πιέζει γιατί ουσιαστικά το στοίχημα παίζεται στη διάρκεια μιάς και μόνο γενιάς. Διαφορετικά η προδιαγραφόμενη καθοδική εθνική πορεία θα επιβεβαιώνεται και θα επιταχύνεται.

Ως τώρα λέγαμε ότι απαισιόδοξοι για την πορεία της χώρας ήταν οι οικονομολόγοι που έβλεπαν ότι τα νούμερα δύσκολα έβγαιναν, και ότι αισιόδοξοι ήταν οι ιστορικοί που ήξεραν ότι και άλλες φορές η Ελλάδα βρέθηκε στο καναβάτσο, αλλά σηκώθηκε. Πράγματι, η ιστοριογραφία των τελευταίων δύο-τριών δεκαετιών είχε απορρίψει την εικόνα της καταδικασμένης στην καθυστέρηση Ελλάδας. Είχε υπογραμμίσει την ικανότητα της χώρας να παρακολουθεί τη νεωτερικότητα έστω με ασυνέχειες και πισωγυρίσματα. Είχε δείξει ότι μετά από καταστροφές, τα ένστικτα επιβίωσης της κοινωνίας και της πολιτικής ηγεσίας ενεργοποιούνταν, ώστε η χώρα να ανασυγκροτείται. Δεν ήταν μια αυτονόητη διαδικασία του τύπου «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Συνήθως συνέκλιναν οι προσπάθειες, αποφασισμένων ηγετών «από τα πάνω», και των απλών ανθρώπων που έσφιγγαν τα δόντια για να επιβιώσουν ή να βελτιώσουν τη ζωή τους. Όμως η Ιστορία βοηθά ως ένα ορισμένο μόνο σημείο. Γιατί εκείνες οι εμπειρίες αφορούσαν μια Ελλάδα φτωχή, με μεγάλο μέρος του πληθυσμού στα όρια της ανέχειας, αφορούσαν γενιές που είχαν δοκιμαστεί από τους πολέμους και που η ζωή τους αναποδογυριζόταν στις απότομες στροφές της ιστορίας, αφορούσαν πολιτικές παρατάξεις με ισχυρές ταυτότητες και συχνά χαρισματικές ηγεσίες.

Σήμερα το στοίχημα της ανάταξης της χώρας τίθεται σε νέο περιβάλλον γιατί η Ελλάδα ήδη πριν μπει στην κρίση είχε αλλάξει ριζικά. Βαθμιαία μετά το 1974 γινόταν «κοινωνία της ευημερίας», για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της ο καπιταλισμός γινόταν ο κύριος και άμεσος διαμορφωτής της νεοελληνικής ιδεολογίας, καλλιεργώντας όμως την εκδοχή του παρασιτικού καταναλωτισμού σε μια οικονομία που κατανάλωνε και ξόδευε περισσότερα από όσα παρήγαγε και εισέπραττε. Όσο διατηρείται η νοοτροπία που υπέθαλψε αυτή τη δομική ανισορροπία, όσο η Πολιτική αναπαράγει αυτή την παθογένεια, η Ελλάδα δεν θα αντιμετωπίζει πλέον τη δοκιμασία μιας πολύχρονης έστω διάβασης της κοιλάδας των δακρύων, αλλά τον κίνδυνο της ιστορικής παρακμής, που σημαίνει την υποχώρησή της σε πολύ χαμηλότερες θέσης στη διεθνή οικονομική και γεωπολιτική ιεραρχία.

Αυτή η Ελλάδα που γνώρισε την ευημερία, και κυβερνάται πλέον από πολιτικούς ηγέτες της γενιάς που γνώρισε μόνο την ευημερία, καλείται τώρα να δείξει ότι όπως και παλιότερα, έχει τα ανακλαστικά να αναστρέψει τη διαφαινόμενη πορεία παρακμής. Ότι μπορεί να ενστερνιστεί και πάλι εθνικούς στόχους ανασύνταξης, ότι θα υπάρξει η αναγκαία κεντρική πολιτική βούληση για να κρατηθεί σταθερός ο προσανατολισμός, ότι ο πατριωτισμός που παραμένει βασική κινητοποιητική ιδέα της κοινωνίας δεν θα χαραμίζεται σε αμυντικό εθνικισμό αλλά θα αιματοδοτεί μια νέα συλλογική θέληση ανάπτυξης.

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ

09/02/2019

Οι προβολές ενός ζοφερού εθνικού μέλλοντος μπορούν να γίνουν αφετηρίες μιας παροντικής αφύπνισης.

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK