Άκουε πολλά, λάλει καίρια.

ΒΙΑΣ Ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ
  • Ενδιαφέροντα άρθρα

Τίνος παιδί είναι ο ΣΥΡΙΖΑ

Του Γιάννη Βούλγαρη

Η επικαιρότητα κυριαρχείται από τις αποκαλύψεις για τρία παρακρατικά κυκλώματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ γεγονός που εκτός των άλλων έχει προκαλέσει μια αλυσίδα πολιτικών και συναισθηματικών αντιδράσεων που αφορούν σ τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την ταυτότητα της Αριστεράς. Μια κριτική από φιλελεύθερους και συντηρητικούς κυρίως κύκλους, υποστηρίζει «αυτό είναι η Αριστερά και πάντα έτσι ήταν» - το ίδιο βέβαια λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ με άλλο νόημα. Η αντίθετη κριτική έρχεται από έναν μέρος του αριστερού κόσμου που λέει «η δική μας Αριστερά δεν ήταν ούτε είναι έτσι». Μιλάμε εννοείται για την ελληνική αριστερά που δεν κυβέρνησε ένα κομμουνιστικό καθεστώς οπότε η συζήτηση θα ήταν τελείως διαφορετική. Πιστεύω ότι οι δύο αντίθετες απόψεις έχουν ένα κοινό μειονέκτημα. Υποθέτουν ότι η σημερινή φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει τα βασικά χαρακτηριστικά της στην αριστερή ταυτότητα του αρχικού κόμματος του 5%, και επομένως αντιμετωπίζουν την εξέλιξή του σαν να ήταν το πιο πρόσφατο κεφάλαιο στον βίο της Αριστεράς του 20ου αιώνα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως είναι γέννημα μιας νέας ιστορικής εποχής. Ανήκει στον ιστορικό κύκλο της ανόδου των λαϊκισμών στις δυτικές κοινωνίες, φαινόμενο παράλληλο με τον ακροδεξιό λαϊκισμό, τον Τραμπ, το Brexit, αλλά και τον αριστερόστροφο λαϊκισμό τύπου Podemos. Οι ρίζες του λαϊκιστικού κύκλου πηγαίνουν πιο πίσω, όμως μετά την κρίση του 2008 όταν ο Κόσμος έγινε πιο ασταθής, τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας στην Ευρώπη είδαν τα λαϊκά κυρίως στρώματα να απομακρύνονται ακολουθώντας την «αντιελιτίστικη» και απλοποιητική ρητορεία του λαϊκισμού, ενώ παράλληλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενθάρρυναν την εχθροπάθεια και τα fake news. Ο ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε από τον «εκλογικό σεισμό του 2012» μαζί με τα άλλα κόμματα του αντιμνημόνιου, τους ΑΝΕΛ και τη ΧΑ. Αυτή ήταν η «ιδρυτική του στιγμή». Αυτή καθόρισε τη φυσιογνωμία του πολύ περισσότερο από όσο ο πυρήνας του μικρού αριστερού κόμματος του 4%. Αυτή η αφετηρία εξηγεί τη δυναμική του, τις συμμαχίες του, την κυβερνητική του θητεία, αλλά και τα σημερινά διλήμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε σαν κοινοπραξία των λαϊκισμών που ενδημούσαν στα ώς τότε κόμματα εξουσίας και που αποσπάστηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης.

Οι κοινωνικές εκρήξεις ήταν αναμενόμενες, όχι όμως και η πολιτική τους έκφραση. Σε κάθε περίπτωση, από τη ΝΔ που άντεξε το πολιτικό σοκ της οικονομικής χρεοκοπίας, πήρε μικρό μερίδιο αλλά χαρακτηριστικό. Η συμμαχία με τον Καμμένο δεν ήταν ούτε λάθος ούτε αναγκαιότητα. Δεν υπήρξε καν επιλογή. Προέκυψε με φυσικότητα σαν όσμωση. Το ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν πολιτικά και ιδεολογικά αποδεκτό στη συνείδηση των στελεχών και των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος το ξεχνά δεν έχει παρά να ξαναδεί το πάθος με το οποίο η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ χειροκροτούσε και διασκέδαζε με τις ομιλίες του Καμμένου. Το μεγάλο μερίδιο το έδωσε βεβαίως το ΠΑΣΟΚ, που η κατάρρευσή του, μοναδική μάλλον στην Ευρώπη, δεν έχει βρει ακόμα πλήρη ερμηνεία. Προφανώς όμως σχετίζεται με την απότομη διάψευση της προοπτικής για συνεχή κοινωνική άνοδο και ευημερία που επήλθε με τη χρεοκοπία. Ήταν κόντρα στη νοοτροπία και στην πρακτική μέσω των οποίων το ΠΑΣΟΚ είχε συνδεθεί με τα λαϊκότερα στρώματα αλλά και την ευρεία δημοσιοϋπαλληλία. Το σίγουρο είναι ότι η μετακόμιση δεν δημιούργησε ένα «νέο ΠΑΣΟΚ». Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η ηγεσία του είχαν επαρκές εκσυγχρονιστικό δυναμικό ώστε να εξισορροπήσουν τις λαϊκιστικές τάσεις όπως έκανε παλαιότερα το ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε περισσότερο το εθνικολαϊκιστικό – συντηρητικό ρεύμα της μεταπολίτευσης.

Σε αυτό, η κουλτούρα της ιστορικής αριστεράς προσέθεσε το δικό της μερτικό, σε έναν όμως φορέα που μεταλλασσόταν ως προς την καταγωγή του, και αυτό ασχέτως με την αυτοσυνείδηση των παλαιών στελεχών του, που συνέχισαν να «είναι όπως πριν», την ώρα που το παιχνίδι είχε μεγαλώσει και τους είχε ξεπεράσει. Όπως συμβαίνει σε κάθε μετάλλαξη, μπορείς να διακρίνεις στοιχεία της προηγούμενης δομής μεταφέρονται στη νέα αποκτώντας άλλο νόημα και εντασσόμενα σε κάτι διαφορετικό. Έτσι, η σύνθετη μαρξιστική θεωρία της πάλης των τάξεων μπορεί να γίνει λαϊκιστικός μανιχαϊσμός, η ιδέα ότι εκφράζεις την προοδευτική κίνηση της Ιστορίας να γίνει καθεστωτική νοοτροπία, ο αριστερός κρατισμός να γίνει οικονομικοπολιτική διαπλοκή, η επαγγελία της κοινωνικής δικαιοσύνης να καταλήξει σε επιδοματική προεκλογική πολιτική.

 Υπήρξε όμως και μια βαθύτερη μεταλλαγή. Αφορούσε τη σχέση των αριστερών με τη δραματική εθνική εμπειρία του 20ου αιώνα. Η μεταπολιτευτική κομμουνιστική Αριστερά στο σύνολό της, ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού, έγινε συν-θεμελιωτής της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας γιατί παραμέρισε τη λογική του εμφυλίου που έβλεπε στον πολιτικό αντίπαλο έναν εχθρό. Η εθνικολαϊκιστική αντιμνημονιακή Αριστερά ήρθε σε ρήξη με αυτό το βίωμα και καλλιέργησε την εμφυλιοπολεμική εχθροπάθεια του «ή εμείς ή αυτοί». Κατά τούτο έγιναν πρωταγωνιστές μιας θεσμικής παρακμής και υποβάθμισης του ύφους της εξουσίας. Προφανώς εδώ επέδρασε η αλλαγή γενεών που δεν ήταν μόνο ηλικιακή αλλά ιστορική – βιωματική. Η γενιά του Τσίπρα που πρωτοστάτησε στη μετάλλαξη ανήκε έτσι κι αλλιώς σε άλλο κόσμο από τις προηγούμενες γενιές των αριστερών. Εύλογο. Οι γενιές των διωκομένων είχαν αντικατασταθεί από τη γενιά της μεταπολιτευτικής ευμάρειας που ανακόπηκε απότομα από την κρίση και την πολλαπλή επισφάλεια.

Τελικά, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Βιώνει μια ήττα που προήλθε από τη διπλή διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης που έδωσε και δεν τήρησε. Διάψευση σε επίπεδο κυβερνητικής απόδοσης. Όπως και στις άλλες χώρες, η εξουσία απομυθοποίησε τους λαϊκιστές. Διάψευση της ιδεολογικής υπόσχεσης ότι μια νέα ριζοσπαστική Αριστερά θα ανανέωνε τον συνολικό αριστερό και κεντροαριστερό χώρο. Όπως και σε άλλες χώρες αυτό το ρεύμα ξεφούσκωσε δείχνοντας ανεπάρκειες χειρότερες της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει λοιπόν με έναν ακαταστάλακτο οργανισμό που δεν είναι ακριβώς κόμμα αλλά δεν μπόρεσε να γίνει παράταξη, που κυβέρνησε με πρόθεση να φτιάξει «καθεστώς» αλλά ευτυχώς απέτυχε, και που κινδυνεύει αντί να μετασχηματιστεί, να γίνει παράγοντας μακροχρόνιας παθογένειας του πολιτικού συστήματος. Ο διαφαινόμενος κίνδυνος που ήδη τον υποδεικνύουν οι αναλύσεις της κοινή γνώμης, είναι να αποκτήσουν μεγάλο βάρος στην εκλογική του βάση οι ποικιλόμορφες τάσεις του ανορθολογισμού, της συνομωσιολογίας και του αντιφιλελευθερισμού. Αντί να λειτουργήσει σαν παιδαγωγός των λαϊκών στρωμάτων όπως ήταν η παραδοσιακή Αριστερά με όλα τα στραβά της, να γίνει ακόλουθος της συντηρητικής αναδίπλωσής τους ενόψει ενός Κόσμου που γίνεται όλο και πιο ακατανόητος και επισφαλής. Από αυτή την εντροπία δεν θα τον σώσουν ούτε η επιφανειακή επίκληση της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε οι «διευρύνσεις», ούτε η πασοκοποίηση. Θα τον σώσουν οι αντίπαλοί του. Ας το επαναλάβω. Αν η ΝΔ κυβερνήσει με επάρκεια, και αν το ΚΙΝΑΛ ανακάμψει ώστε να παραμείνει διεκδικητής του κεντροαριστερού χώρου, τότε θα δημιουργηθεί μια νέα ατμόσφαιρα στην εθνική πολιτική ζωή που θα υποχρεώσει και τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει μια νέα θετικότερη φυσιογνωμία.

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ

04/07/2020

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK