- Βίντεο
ΔΗΜΑΡ - Κεντροαριστερά: Τι να κάνουμε
Πολιτική Ομιλία στο Γκάζι
Συντρόφισσες και σύντροφοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ θερμά για την σημερινή σας παρουσία εδώ.
Είναι δύσκολες ώρες-μέρες για όλους εμάς τους Δημαρίτες και τις Δημαρίτισσες. Βγαίνουμε από τις ευρωκάλπες με μια οδυνηρή ήττα. Το 1,23% δεν είναι υποχώρηση, δεν είναι ήττα ευρείας έκτασης − είναι συντριβή.
Όλοι όσοι είχαμε προειδοποιήσει για τα αδιέξοδα της πολιτικής της ΔΗΜΑΡ, για τον κίνδυνο της περιθωριοποίησής της, αντικρίζουμε σήμερα τα συντρίμμια με αισθήματα πίκρας και ταπείνωσης.
Θέλω να κάνουμε λίγο πίσω, συντρόφισσες και σύντροφοι, στη μικρή μας διαδρομή της προηγούμενης διετίας και στους δύο σταθμούς της. Στην είσοδο και την έξοδο απ’ την κυβέρνηση και στον τρόπο που αντιμετωπίσαμε το μείζον θέμα της συγκρότησης της Κεντροαριστεράς.
Αλλά «για να μη σέρνουμε τη μοίρα μας στους μονότονους τοίχους ανάμεσα», όπως θα έλεγε ο Μπόρχες, θέλω να κάνουμε λίγο πίσω, συντρόφισσες και σύντροφοι, στη μικρή μας διαδρομή της προηγούμενης διετίας και στους δύο σταθμούς της. Στην είσοδο και την έξοδο απ’ την κυβέρνηση και στον τρόπο που αντιμετωπίσαμε το μείζον θέμα της συγκρότησης της Κεντροαριστεράς.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
στήσαμε, όλοι μαζί, τη ΔΗΜΑΡ το 2010 στη δίνη της μεγάλης κρίσης. Και τη στήσαμε, συντρόφισσες και σύντροφοί μου, υπερήφανοι, αισιόδοξοι, με ευοίωνες προοπτικές. Γιατί ήμασταν και Δημοκράτες και Αριστεροί. Και τολμήσαμε. Γιατί ήμασταν δικαιωμένη δύναμη. Γιατί απείχαμε από τον πελατειακό λαϊκισμό, γιατί υπερείχαμε σε ηθική και πολιτική αξιοπιστία. Γιατί ήμασταν θεσμικοί, πεισμένοι για την αναγκαιότητα και τη δύναμη των συνεργασιών.
Γιατί είχαμε ολοφάνερη ευρωπαϊκή ταυτότητα. Γιατί πιστεύαμε στο ευρώ και στον μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό. Γιατί είχαμε επίσης μια ξεκάθαρη, ευθύς εξαρχής, ανάλυση ότι η κρίση στα ιδιαίτερα ελληνικά χαρακτηριστικά της, δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και πολιτική, κρίση εμπιστοσύνης, θεσμών, δομών και προσώπων∙ κρίση παραγωγικού μοντέλου, αξιών, κρίση κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας τελικά. Τα θυμόσαστε όλα αυτά;
Με αυτές τις διάφανες θέσεις δηλώσαμε παρόντες στην ευθύνη συνδιαχείρισης της κρίσης και προώθησης λύσεων. Όχι μόνο των οικονομικών προβλημάτων. Όλων. Όχι μόνο των αδικιών που γεννούσε το μνημόνιο. Όλων.
Μπήκαμε σε μια πορεία αναζήτησης του κοινού τόπου. Ξέραμε ότι αυτόν το δρόμο τον ανοίγουμε περπατώντας, γιατί έλειπε η κουλτούρα των συνεργασιών γιατί δεν είχε έρθει το «καινούργιο».
Με αυτή την αντίληψη περί συνεργασιών και συνευθύνης για τη σταθεροποίηση της χώρας πορευόμασταν όλοι μαζί − μέχρι τον Ιούνιο του 2012.
Με βάση αυτή την αναγνώριση της ανάγκης συνεργασιών και της υποχρέωσης μας έναντι της χώρας μπήκαμε στην κυβέρνηση. Ήταν η ανάληψη της ευθύνης που μας αναλογούσε να δώσουμε λύση στο κυβερνητικό πρόβλημα, να εδραιώσουμε τη θέση μας στην Ευρωζώνη και να αποτελέσουμε ανάχωμα στη θύελλα.
Και τα καταφέραμε. Και θα τα καταφέρναμε ακόμη περισσότερο αν είχαμε τόλμη, επιμονή και υπομονή παραπάνω.
Και όποιος ψιθύριζε δεξιά-αριστερά διάφορες κακοήθειες, ας έρθει σήμερα να πει τι κερδίσαμε (εκτός από την υποτιθέμενη ησυχία μας) κι εμείς και ο λαός μας, όταν φύγαμε, όπως φύγαμε από την κυβέρνηση.
Χάσαμε το 50% της εκλογικής μας δύναμης τις πρώτες βδομάδες και άρχισε συνεχώς να μειώνεται κάθετα η επιρροή μας. Το έχω πει πολλές φορές, όχι επειδή γενικώς αποχωρήσαμε −δεν είχαμε κανένα συμβόλαιο αιώνιας παραμονής στην Κυβέρνηση−, αλλά επειδή το κάναμε, με λάθος τρόπο, σε λάθος χρόνο και με λάθος αφορμή.
Εγκαταλείψαμε την προσπάθεια ακριβώς τη στιγμή που άρχιζε να μορφοποιείται με καλές προϋποθέσεις, εν τοις πράγμασι, η δημιουργία ενός προοδευτικού πόλου. Με τη ΔΗΜΑΡ στα χείλη όλου του κόσμου.
Και όμως, δεν ήταν τελικά η αποχώρηση το ζήτημα. Γι’ αυτό εγώ δεν έμεινα σ’ αυτό το θέμα παρά μόνο με τρεις φράσεις κριτικής τον Ιούνιο του 2013, πριν από ένα χρόνο.
Αυτό που ακολούθησε την αποχώρηση ήταν χειρότερο. Αμέσως μετά, αφού επιλέξαμε να εγκαταλείψουμε το προκεχωρημένο φυλάκιο, επιδοθήκαμε σε πανικόβλητη υποχώρηση στα μετόπισθεν. Επιλέξαμε, τρέχοντας, να γκρεμίσουμε ό,τι χτίζαμε κάθε μέρα επί ένα χρόνο.
Τώρα ξέρουμε εκ πείρας αυτό που ήταν εντελώς σαφές εκ των προτέρων. Η αποχώρησή μας, όπως έγινε, δεν έβλαψε κανέναν άλλο παρά μόνο εμάς.
Η γραμμή που ακολουθήσαμε έκτοτε, πολιτικά ήταν αμφίθυμη και επικοινωνιακά ενοχική και δυσδιάκριτη. Αναποτελεσματική. Κι αυτό, όσοι μας ψήφισαν τον Ιούνιο του 2012, δεν μας το συγχώρεσαν ποτέ.
Υπάρχει κανείς, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί μου, που πιστεύει ότι η ΔΗΜΑΡ κέρδισε κάτι από την τακτική αυτή; Κέρδισαν βέβαια την ισορροπία τους όσοι εξ ημών λέγανε: «Ουφ, ανακουφίστηκα με την έξοδο».
Δηλώνοντας, λοιπόν, πικραμένοι, θυμωμένοι, απογοητευμένοι, εγκαταλείψαμε μέσα σε λίγες ώρες την κυβερνητική ευθύνη.
Και εισπράξαμε αυτό ακριβώς που εκπέμψαμε. Πικραμένο, θυμωμένο, βιαστικό και απογοητευμένο απομακρύνθηκε από το κόμμα μας ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που μας στήριζε.
Ολόκληρη την επόμενη περίοδο, συντρόφισσες και σύντροφοι −το δεύτερο εξάμηνο του 2013−, τη διήλθαμε μέσα σε απόλυτη πολιτική αντίφαση, με επίσης απόλυτη αδυναμία καθορισμού του νέου πολιτικού μας στίγματος.
Δεν αντέχαμε βεβαίως τον στείρο αντιμεταρρυθμιστικό ρόλο μιας αντιπολίτευσης ενταγμένης στο απίστευτο αντιμνημονιακό μπλοκ, αλλά έπρεπε και να δικαιολογούμε καθημερινά τον αντικυβερνητισμό μας.
Δεν προσφέρεται αυτή η ομιλία για παράθεση του συνεχούς μπρος πίσω στην κοινοβουλευτική μας δράση (τιμώ τους συναδέλφους μου βουλευτές του κόμματος για την ακούραστη συνεχή δουλειά τους) − αλλά το πολιτικό στίγμα του κόμματος μας δεν ήταν ανιχνεύσιμο ούτε με μικροσκόπιο.
Και πάλι, όμως, σε αυτή τη φάση δίνεται στην πιεσμένη αφόρητα –πολιτικά εννοώ–ΔΗΜΑΡ η ευκαιρία να αλλάξει την εικόνα. Να κερδίσει όσα έχασε.
Ανοίγουν οι διαδικασίες διαλόγου για την συγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Ανοίγουν με την πρωτοβουλία των 58. Φίλοι, σύντροφοί μας αγαπημένοι από χρόνια, μας χτυπούν την πόρτα.
Να συγκροτήσουμε όλοι μαζί αυτό που πρόεκυπτε τότε −και εξακολουθεί και σήμερα να προκύπτει− με εκκωφαντικό τρόπο ως ώριμο αίτημα στην κοινωνία: τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Παράταξη.
Κρατήσαμε την πόρτα μας ερμητικά κλειστή, φωνάζοντας από μέσα: «Φύγετε, γιατί υπηρετείτε “αντίπαλο πολιτικό σχέδιο”» − και αυτό, γιατί (άκουσον-άκουσον) η πρόσκληση σε διάλογο δεν απέκλειε το ΠΑΣΟΚ!
«Και γιατί όχι το ΠΑΣΟΚ;» ρωτούσαν πολλοί. Επειδή παραμένει στην Κυβέρνηση. Αυτά λέγαμε. Νομίζω, τα λέμε ακόμα. Και τα λέγαμε εμείς, έχοντας δύο μήνες μόνο μακριά από μία κυβέρνηση στην οποία μετείχαμε ένα χρόνο, και μάλιστα σε περίοδο σκληρών μέτρων.
(Αλήθεια, έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, αν αύριο το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειπε την κυβέρνηση, ανταποκρινόμενο στην άποψή μας, με τις εκλογές που θα προέκυπταν και τις οποίες κατά κόρον διακηρύσσουμε ότι δεν θέλουμε, τι θα γινόταν; Ή αν κι αυτό ξεπερνιόταν ως διά μαγείας, το ΠΑΣΟΚ εκτός κυβέρνησης θα ήταν τότε μαζί μας στο δημοκρατικό μέτωπο; Και οι αμαρτίες του; Θα ξεπλένονταν;)
Ας πούμε επιτέλους την αλήθεια.
Όχι, η ανασυγκρότηση της μεγάλης Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Παράταξης δεν είναι αντίπαλο σχέδιο. Είναι το δικό μας σχέδιο. Από χρόνια πολλά.
Το βροντοφώναξα και στο Συνέδριο του Δεκεμβρίου. Από τα χρόνια που ασφυκτιούσαμε στον Συνασπισμό με τους ναρκισσιστές της Επανάστασης.
Ξέρετε ποιο ήταν όμως το αντίπαλο σχέδιο: αυτό που εφαρμόστηκε από την ηγεσία μας και που μας οδήγησε σε μονόδρομους, σε αδιέξοδα, σε ήττες, και τελικά στη συντριβή.
Αφού, μεθοδικά, σιωπηλά στην αρχή και διά της παραλείψεως, στεντορείως και διά της πράξεως στη συνέχεια, κλωτσήσαμε όλες τις ευκαιρίες διαλόγου και συνεννόησης, και απομακρύναμε τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις από κοντά μας, δηλώσαμε ακολούθως ότι συγκροτούμε τον τρίτο πόλο γύρω από τον εαυτό μας.
Σαν να πήραμε κατά λέξη το στίχο του αγαπημένου μου Τάσου Λειβαδίτη: «Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν».
Θέλω να είμαι απολύτως σαφής, σύντροφοι. Ο άλλος δρόμος που εκπέμψαμε, αυτά τα «μόνοι μας και βλέπουμε» ή τα άλλα πολιτικά κομψοτεχνήματα του τύπου «δεν συνομιλώ με την Ελιά, αλλά συνομιλώ με αυτόν ή τον άλλο πρώην ή νυν ΠΑΣΟΚ» αδιαφορούσαν για την αριθμητική. (Και εδώ θέλω να πω πως τιμώ τους φίλους μας, συναγωνιστές μας, που προσέτρεξαν να συνδράμουν τη ΔΗΜΑΡ στη μάχη που έδινε. Τους βλέπω σήμερα εδώ. Τους τιμώ, αλλά το γνωρίζουν και οι ίδιοι, μόνο σχέδιο δεν εμπεριείχε ο υποτιθέμενος πόλος που φτιάχναμε). Η ποιότητα, όπως και η αποτελεσματικότητα, του τρίτου πόλου περνούσε και περνά από τα μεγέθη.
Η άρνησή μας να συμμετάσχουμε στο διάλογο με όποιους μας καλούν δεν οδηγεί σε κανέναν προοδευτικό τρίτο πόλο. Οδηγεί στη μη Κεντροαριστερά. Και η μη Κεντροαριστερά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο δικομματισμό. Και στην πόλωση, κερδισμένοι είναι δυο και χαμένοι όλοι οι άλλοι. Και κυρίως, χαμένη είναι η χώρα.
Αισθάνθηκα την ανάγκη της αναδρομής στην προηγούμενη φάση για να πω πια όλα αυτά χωρίς το κλειστό στόμα που είχα σφραγίσει για προφανείς λόγους μέχρι την κάλπη, όλα όσα πρέπει να ακουστούν. Αυτά που μας οδήγησαν στην ταπεινωτική ήττα.
Εδώ, επιτρέψτε μου να πω κάτι που το αισθάνομαι προσωπικά ως αναγκαίο. Υπάρχουν υπεύθυνοι για τη συντριβή − και είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν όπως αυτοί νομίζουν την ευθύνη. Δεν πιστεύω όμως στις πολιτικές ανθρωποφαγίες.
Γιατί (για να αντιγράψω τον φίλο μου τον Κώστα Κούρκουλο) για την παράδοση της δικής μας Αριστεράς δεν υπάρχουν βεβαίως ανεύθυνοι, αλλά δεν υπάρχουν και αμαρτωλοί που οδηγούνται στο πυρ το εξώτερον για τη σωτηρία μας.
Ούτε πιστεύουμε στους «αλάθητους».
Άλλωστε, για να παραφράσω έναν αδημοσίευτο στίχο, δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά όσα ορίζουν τα λάθη μας.
Την ανάληψη όμως της ευθύνης από όσους την έχουν, δεν τη ζητάμε, την απαιτούμε.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ
Ας δούμε τώρα αυτά που είναι μπροστά μας. Ας δούμε σήμερα σε τι περιβάλλον ευρωπαϊκό και εθνικό κινούμαστε. Ας πούμε όσα δεν είπαμε στις ευρωεκλογές των διλημμάτων, των εκβιασμών και του δημοψηφισματικού χαρακτήρα.
Ελλάδα, Ευρώπη
Εμείς οι Δημοκράτες Αριστεροί, από την πρώτη στιγμή της κρίσης θέσαμε ως προτεραιότητα και στόχο την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την ευρωζώνη. Στόχος που ευτυχώς επιτεύχθηκε. Προφανώς, η Ελλάδα θα συνέχιζε να υπάρχει ακόμα και εκτός ευρωζώνης ή και Ε.Ε.
Υπό ποιες όμως συνθήκες για την ίδια ως χώρα και για τους πολίτες της; Διακοπή της κοινοτικής χρηματοδότησης, ανεπαρκής λειτουργία για αρκετό διάστημα νοσοκομείων, σχολείων και εν γένει του κρατικού μηχανισμού, υποτιμημένο και επί μακρόν υποτιμούμενο νόμισμα, υψηλός πληθωρισμός, εκτίναξη του χρέους και της ακρίβειας σε μια οικονομία με το 80% των προϊόντων και των πρώτων υλών να είναι εισαγόμενα, θα συνέθεταν ένα δραματικό σκηνικό ακραίας φτώχειας και καθημερινής μιζέριας, χειρότερης και από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Συνεπώς, να το επαναλάβουμε εμείς οι Δημοκράτες Αριστεροί Μεταρρυθμιστές: Οι δυσβάσταχτες θυσίες είχαν νόημα∙ την παραμονή, οικονομικά και πολιτικά, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου που αναγκαστικά θα αλλάξει.
Η άλλη επιλογή θα ήταν ένα χαώδες άλμα προς το παρελθόν. Όμως, και η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει. Γιατί ακόμα και με το πιο ευνοϊκό πλαίσιο άσκησης πολιτικής και χρηματοδότησης από την Ε.Ε, η χώρα μας χωρίς τις αναγκαίες και επείγουσες μεταρρυθμίσεις, θα παραμείνει μια αναξιόπιστη μαύρη τρύπα κατασπατάλησης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, με περιθωριοποιημένο μεγάλο μέρος των πολιτών της και με την ίδια στο περιθώριο των διεθνών και ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Κρίση, συντηρητικές πολιτικές, συνέπειες
Η αντιμετώπιση της πολύπλευρης κρίσης δεν είναι απλώς ζήτημα ορθής οικονομικής διαχείρισης και δημοσιονομικού εξορθολογισμού. Η πολιτική που ασκούν οι συντηρητικές κυβερνήσεις κινείται ασθμαίνοντας και πυροσβεστικά, γι’ αυτό αναποτελεσματικά, πίσω από την αγορά και τις αγορές, αντί να διαμορφώνει ρυθμιστικό πλαίσιο και ελέγχους για τη λειτουργία τους υπέρ των πολιτών.
Αποτελεί σχεδόν ιστορικό κανόνα πως, όσο οι κρίσεις βαθαίνουν και οι συνταγές αποτυγχάνουν, ενισχύεται ο δογματισμός των εκπροσώπων τους. Το επιβεβαίωσε και συνεχίζει να το επιβεβαιώνει η κυρία Μέρκελ και οι συντηρητικοί συνοδοιπόροι της.
Έτσι, βλέπουμε σήμερα πολιτικές δυνάμεις, αλλά και μεγάλο μέρος των πολιτών στις χώρες-μέλη, να αδιαφορούν πλέον για το κοινό συμφέρον και να θέτουν όλο και πιο συχνά το ερώτημα σε τι χρησιμεύει η Ένωση και αν αξίζει τον κόπο. Στη χώρα μας, δυστυχώς, αυτό εκπέμπεται και από δυνάμεις της Αριστεράς.
Το κύμα του ευρωσκεπτικισμού της Αριστεράς και του ευρωαρνητισμού της Άκρας Δεξιάς αλληλοτροφοδοτούνται και ενισχύονται από τον κάθε είδους λαϊκισμό που αξιοποιεί στο έπακρο το αίσθημα ανασφάλειας και αγανάκτησης των ευρωπαίων πολιτών, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων. Ο εθνικισμός, αλλά και ο φασισμός, όπως και στη χώρα μας με ακραία έκφραση τη Χρυσή Αυγή, με τα εφιαλτικά της ποσοστά, επανεμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο και κάνουν παντού όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών είναι χαρακτηριστικά, με την Άκρα Δεξιά να καταγράφει πρωτιές ή υψηλά ποσοστά σε μια σειρά χώρες: το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία, το Γιόμπικ στην Ουγγαρία, η Νέα Φλαμανδική Συμμαχία στο Βέλγιο, το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία, αλλά και στην κάποτε παραδοσιακά ανεκτική Ολλανδία, οι Αληθινοί Φινλανδοί, οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες, το Λαϊκό Κόμμα στη Δανία και άλλα μικρότερα εξτρεμιστικά κόμματα, όλοι αυτοί θα συγκροτήσουν τη «Μαύρη Συμμαχία» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για να γυρίσουν την Ιστορία και την Ευρώπη προς τα πίσω.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
η υπέρβαση της κρίσης είναι ζήτημα βαθύτατα πολιτικό και αφορά το κεντρικό ερώτημα «ποιος κατέχει την εξουσία και υπέρ ποιων την ασκεί»: Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπέρ των πολιτών ή οι ιδιωτικοί οίκοι αξιολόγησης και οι παγκοσμιοποιημένες αγορές υπέρ των κερδών;
Αν η Ευρώπη θέλει να αποφύγει την ολοκληρωτική υποταγή στους οίκους αξιολόγησης και στις αγορές και τη συνεπαγόμενη συρρίκνωση ή και τη διάλυση της Ευρωζώνης, η άμεση προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας μοιάζει μονόδρομος.
Αυτό όμως προϋποθέτει αλλαγή συσχετισμών σε εθνικό και συνολικό ευρωπαϊκό επίπεδο και σύγκλιση ευρύτερων προοδευτικών μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Γιατί το πολιτικό προσωπικό των συντηρητικών κυβερνήσεων στην πλειονότητά του, είναι, δυστυχώς, κληρονόμοι της παράδοσης της Μάργκαρετ Θάτσερ και όχι του Βίλυ Μπραντ, του Ούλοφ Πάλμε και του Ζακ Ντελόρ ή έστω του Ζισκάρ Ντεστέν, του Ζακ Σιράκ ή του Χέλμουτ Κολ, για να αναφερθούμε και σε συντηρητικούς πολιτικούς οι οποίοι όμως πρότασσαν το ευρωπαϊκό όραμα έναντι των εθνικών εγωισμών.
Στις τάσεις επανεθνικοποίησης να αντιτάξουμε τη δυναμική της δημοκρατικής εμβάθυνσης και της πολιτικής ενοποίησης της Ένωσης. Ή, όπως συνοψίζει καλύτερα τη σημερινή κρίσιμη κατάσταση ο διάσημος γάλλος διανοούμενος Μπερνάρ Ανρί Λεβί, η Ευρώπη δεν έχει παρά δύο επιλογές, την Ομοσπονδία ή το θάνατο.
Οι ευθύνες του εγχώριου πολιτικού συστήματος
Στη χώρα μας επείγουν οι αναγκαίες προοδευτικές οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση, την ύφεση, την υψηλή ανεργία και την κοινωνική και εθνική περιθωριοποίηση.
Άλλοι οι χρόνοι για την Ευρώπη, απείρως πιο πιεστικοί για την Ελλάδα. Και όσοι, από δεξιά και αριστερά, μεταθέτουν τις ευθύνες κυρίως ή αποκλειστικά στις αδυναμίες της Ένωσης, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ενισχύουν τον ευρωσκεπτικισμό, την εγχώρια αδράνεια, και να προσφέρουν άλλοθι σε όσους από το πολιτικό σύστημα συνεχίζουν να αναπαράγουν τις κατεστημένες λειτουργίες και τις χειρότερες παραδόσεις της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ζωής, σαν να μην συνέβη τίποτα, σαν να μην έφταιγαν κυρίως αυτές που βιώσαμε και βιώνουμε την κρίση με τέτοια σφοδρότητα.
Μαζί με τα θετικά της μεταπολίτευσης, η πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε είχε δυστυχώς και πολλές άθλιες και καταστροφικές όψεις.
Μοίραζε μεμονωμένα ή συλλογικά συντεχνιακά προνόμια αποφεύγοντας κάθε σταθερό και μακρόπνοο σχεδιασμό: συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις μη βιώσιμες, δημόσια έργα υπερτιμημένα και μισοτελειωμένα, τοποθετήσεις στο Δημόσιο χωρίς κανένα κριτήριο αποτελεσματικότητας και δημοσίου συμφέροντος, σουρεαλιστικές κρατικές προμήθειες, σκοτεινές και υπόγειες πληρωμές και άλλα, ων ουκ έστιν τέλος.
Και αυξανόμενος εξωτερικός δανεισμός προκειμένου να εξυπηρετείται και να αναπαράγεται όλο αυτό το σύστημα πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής. Κάπως έτσι φτάσαμε στο χείλος της καταστροφής, από όπου μας διέσωσε ευτυχώς η «κακή» Ευρώπη.
Από αυτά πρέπει να απαλλαγούμε, από τον κακό μας εαυτό, χωρίς να ετεροχρεώνουμε, χωρίς να μεμψιμοιρούμε κραυγάζοντας και μηρυκάζοντας διαρκώς ότι φταίει αποκλειστικά το μνημόνιο, φταίει αποκλειστικά η συντηρητική Ευρώπη ή ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Και εδώ ο ρόλος μιας ισχυρής μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατικής παράταξης, αντίρροπης στον δεξιό συντηρητισμό και στον αριστερό λαϊκισμό, μπορεί να είναι καθοριστικός για την ανατροπή με σταθερότητα που φαίνεται να ζητούν οι πολίτες, αν κρίνουμε και από τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών.
Για τη συγκρότηση της μεγάλης Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Παράταξης
Από χρόνια πολλά, σύντροφοι και συντρόφισσες, μιλάμε για τις ευρύτερες προγραμματικές συγκλίσεις. Σε μία συνέντευξη στα «Νέα» το 2009 έλεγα: «Η μόνη στρατηγική που δίνει ελπίδες στους πολίτες και προοπτική στη χώρα είναι η προγραμματική σύγκλιση και συνεργασία των ευρύτερων δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού». Αυτό λέω τώρα και σε σας.
Αυτά πίστευα σύντροφοι, αυτά πιστεύω και τώρα. Και δεν τα επινόησα εγώ∙ είναι το πολιτισμικό και πολιτικό στίγμα της Ανανεωτικής Αριστεράς, η κουλτούρα διαλόγου, οι συνεργασίες, η προσέγγιση της πολιτικής και των ευκαιριών με θετική διάθεση, η λογική επεξεργασία των προτάσεων.
Δεν ήταν και δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει η δική μας Αριστερά ετεροκαθορισμένη και φοβισμένη. Είναι αυτόφωτη, τολμηρή, με λόγο αλήθειας, κι ας είναι δυσάρεστος.
Τι να κάνουμε
Γνωρίζω ότι βρισκόμαστε ως ΔΗΜΑΡ σε μία αφάνταστη πίεση πολιτική, ψυχολογική, όλοι μας, πλειοψηφίες ,μειοψηφίες, στελέχη, μέλη.
Η μεγάλη ήττα μάς έχει συνθλίψει, ψάχνουμε, ψαχνόμαστε. Υπάρχει άγχος, αγωνία.
Συνιστώ ψυχραιμία. Δεν είναι η δικιά μας Αριστερά, μόνο το 1,23%. Έχει πολύ μεγαλύτερο αριθμητικό και πολιτικό εύρος. Ο κόσμος μας υπάρχει, είναι γύρω, είναι παντού σε όλη την Ελλάδα.
Δεν εγκατέλειψε ο κόσμος μας τη ΔΗΜΑΡ − η ΔΗΜΑΡ τον εγκατέλειψε. Εμείς ήρθαμε στο 1,2% − αυτοί όλοι είναι παντού και περιμένουν. Περιμένουν όμως τη ΔΗΜΑΡ που γνώρισαν, όχι άλλη, όχι αυτήν που εγκατέλειψαν.
Θα βρεθούμε σύντομα το επόμενο διάστημα μπροστά σε συζητήσεις και σε πρωτοβουλίες πολύ σοβαρές για το μέλλον και του κόμματός μας και του χώρου γενικότερα.
Ξέρω, η ήττα της ΔΗΜΑΡ φέρνει αβεβαιότητες∙ ξέρω επίσης ότι η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ φέρνει σιγουριές, πρόχειρες όμως και περαστικές.
Απευθύνομαι λοιπόν, και από αυτό το βήμα, σε όσους συντρόφους μου στη ΔΗΜΑΡ −γιατί δεν πρέπει να κρυβόμαστε− θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ χώρο έτοιμο για συνάντηση μαζί του, είτε άμεσα, είτε μέσω κεντροαριστερών στάσεων. (Γιατί ακούω ότι αυτή είναι η «νέα» πλατφόρμα της ηγεσίας σε αντικατάσταση της προηγούμενης που σαρώθηκε.)
Τους κατανοώ αλλά δεν συμφωνώ.
Θα τους θυμίσω αλήθειες που ξέρουν και δεν πρέπει να τις ξεπερνούν.
Δεν έρχεται η πρόοδος, συντρόφισσες και σύντροφοι, με τη χειραγώγηση της κοινωνίας. Η χειραφέτησή της τη φέρνει. Κι η χειραφέτηση του λαού θέλει αλήθειες, για να ωριμάσουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων. Δεν ωριμάζουν όταν τις χαϊδεύεις και απελευθερώνεις το αντικοινωνικό μένος δικαιολογώντας κάθε πράξη τους, επειδή επινόησες ένα ιδεολόγημα ότι τάχα βρισκόμαστε σε κοινωνικό πόλεμο για να διαμορφώσεις τεχνητές πολώσεις, και να χειριστείς εργαλειακά το εκλογικό ακροατήριο. Έτσι δυστυχώς λειτούργησε και λειτουργεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο και αν σας επηρεάζει και διαπερνά τη σκέψη σας μια «ελκυστική» εικόνα αριστερής διακυβέρνησης, γυρίστε στις ρίζες των δικών μας αναλύσεων.
Τι σχέση έχει η δική μας σύγχρονη αριστερά με την ανάλυση ότι η κρίση είναι μόνο ευρωπαϊκή και παγκόσμια −άρα δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα εδώ−, με τον διαχωρισμό μνημονιακών και αντιμνημονιακών −που δεν πτοήθηκε ούτε όταν πίσω του στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο συντάχθηκε ό,τι πιο σκοτεινό και δύσοσμο έχει ο τόπος−, με τη διατύπωση υπέροχων γενναιόδωρων λύσεων της αναδιανομής, αριστερής αναδιανομής, του πλούτου αλλά υπονόμευσης συστηματικά και επίμονα κάθε προσπάθειας δημιουργίας νέου πλούτου.
Τι σχέση έχει η δική μας σκέψη με όλα τούτα.
Είναι τελείως διαφορετική η εκδοχή μία ενιαία ισχυρή Κεντροαριστερά που θα έχει αλλάξει το πολιτικό status, να διερευνήσει προγραμματικές συγκλίσεις και προς τα αριστερά της αν και όποτε χρειαστεί. Αυτό είναι άλλο πράγμα και τελείως διαφορετική είναι η υπό το βάρος της ήττας εύκολη αναζήτηση «καταφυγίων».
Να διαχωρίσω εδώ όμως μια πρωτοβουλία με ενδιαφέρον.
Το χθεσινό δεύτερο κείμενο των πέντε συντρόφων και συναδέλφων μου βουλευτών της ΔΗΜΑΡ. Και σ’ αυτό η μελλοντική σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ τίθεται εξαρχής όχι βέβαια ως προαπαιτούμενο σε οποιαδήποτε συζήτηση για την Κεντροαριστερά −όπως δυστυχώς το θέτει βάζοντας νέα προσκόμματα η ηγετική ομάδα−, αλλά ως κατεύθυνση.
Δεν συμφωνώ.
Δεν συγκροτείς, σύντροφοί μου βουλευτές τη μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη, της οποίας την αναγκαιότητα και εσείς αναγνωρίζετε, χωρίς να φιλοδοξείς να γίνει αυτή πρωταγωνιστής εξελίξεων και όχι εξαρχής συμπληρωματική δύναμη άλλων. Η σκέψη σας έχει σωστό προσανατολισμό, αλλά πάσχει σ’ αυτό το σημείο, που είναι όμως κομβικό.
Αν υπάρξει από την ηγεσία μία εξέλιξη σαφούς προσανατολισμού προς τον ΣΥΡΙΖΑ −που την απεύχομαι−, θα γίνει το χαλί που θα τραβηχτεί για πολλούς από μας, της ιστορικής διαδρομής της Ανανέωσης.
Με θλίβει αλλά δεν με πειράζει, γιατί τα κόμματα υπάρχουν επειδή κάποιους εκπροσωπούν και όχι ως υπολείμματα μίας παράδοσης.
Αλλά σκεφτείτε πριν πράξετε.
Τι προτείνουμε
Βρισκόμαστε συντρόφισσες και σύντροφοι για άλλη μία φορά, στη μεγάλη μακρά μας διαδρομή, μπροστά σε καινούργια ευθύνη, και αυτή εθνικής διάστασης: Να δημιουργήσουμε τον μεγάλο χώρο που θα αλλάξει τη χώρα, αλλά μέσα σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας. Να συγκροτήσουμε τη μεγάλη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Παράταξη, τη μεγάλη Κεντροαριστερά. Θα δυσκολευτούμε. Η κοινωνία τη θέλει, καταθέτει το αίτημά της από καιρό, αλλά όλοι το δυσκολεύουμε και το αίτημα και την απόκριση.
Δεν ξέρω εάν είναι δυστύχημα ή ατύχημα που η συζήτηση για την Κεντροαριστερά άνοιξε εν μέσω κρίσης. Εκείνο που είναι βέβαιο, είναι ότι η κρίση για την Κεντροαριστερά είναι ένα τεράστιο στοίχημα. Με το οποίο πρέπει να αναμετρηθεί, και γρήγορα. Μάλλον έχει κιόλας αργήσει.
Γιατί ό,τι είναι στοίχημα στην πολιτική, στη ζωή του πολίτη μπορεί να μεταφράζεται σε κόλαση. Άρα, τα περιθώρια είναι πολύ στενά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών έκανε απλώς την αποτύπωση του αδιεξόδου του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων. Και το αδιέξοδο αυτό κάνει την αναγκαιότητα της Κεντροαριστεράς ακόμη πιο επείγουσα.
Με δυο λόγια: Οι πολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να ενεργοποιήσουν οικονομικούς, ενώ οι οικονομικοί, εφόσον παραταθεί η ζωή τους, ακυρώνουν την πολιτική μας παρουσία.
Και, κάπως έτσι, φτάνουμε στην ουσία. Επειδή ο όρος Κεντροαριστερά δεν μπορεί να αφορά μία αμφιλεγόμενη πολιτική γεωγραφία: Αριστερά του κέντρου και δεξιά της αριστεράς∙ ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η Κεντροαριστερά που θέλουμε και διεκδικούμε, δεν μπορεί να συγκροτηθεί με στόχο να αποτελέσει το συμπλήρωμα κανενός. Δεν μπορεί να συγκροτηθεί ετεροπροσδιοριζόμενη. Οφείλει να διαμορφώσει τους αυτοπροσδιορισμούς της, συναρτώντας τους άμεσα με το μέλλον της χώρας στο μέλλον της Ευρώπης.
Ξαναγυρίζοντας πίσω στην πηγή της πολιτικής, την γινομένην του ευ ζην ένεκα.
Διεκδικώντας μερίδιο στη διαμόρφωση αυτού του μέλλοντος.
Σχηματίζοντας και χρωματίζοντάς το.
Αναλαμβάνοντας την εθνική αφήγηση μιας χώρας νέας, ευρωπαϊκής και ευρωπαϊστικής.
Είναι προφανές ότι στη διαδικασία αυτή όλοι εμείς, ανάλογα με το παρελθόν και το παρόν μας, βλέπουμε τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο. Κάποιοι από μας θέλουν την Κεντροαριστερά προς τ’ αριστερά, κάποιοι άλλοι προς το κέντρο.
Πεποίθησή μου είναι ότι η προσπάθεια πρέπει να είναι απολύτως νέα και αυτόνομη σε σχέση με όλα αυτά.
Στηριγμένη στην πολιτική αυτοτέλεια των χώρων που θα συνδράμουν την ανασυγκρότησή της, αλλά με τη σύγχρονη επιθετική, και γι’ αυτό αυτοτελή πολιτική ματιά.
Να υποστηρίξουμε προγραμματίζοντας, υποχωρώντας, συμφωνώντας, συνθέτοντας, αλλά εν τέλει προχωρώντας, την ανασύνθεση του χώρου, ικανού
Να απαντάει θετικά.
Να υπερβαίνει προωθητικά.
Με συγκροτημένο σύστημα απόψεων, σχετικά με το τι απορρίπτουμε και τι κρατάμε.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ο πολιτικός χώρος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού δεν είναι πια γεμάτος από σκελετούς στις ντουλάπες του. Αυτοί μετακόμισαν, αλλού.
Είναι γεμάτος όμως συναγωνιστές σε αυτήν τη μεγάλη υπόθεση.
Να μην ψάξουμε να βρούμε διαφορές.
Αν ψάξουμε, θα βρούμε.
Να ψάξουμε να βρούμε κοινούς τόπους.
Αν ψάξουμε, θα βρούμε.
Να πάρουμε ως ΔΗΜΑΡ γρήγορα πρωτοβουλίες και να συμμετάσχουμε στις πρωτοβουλίες των άλλων χώρων. Αναφέρομαι στην Ελιά και στο Ποτάμι.
Εγώ ανέπτυξα, νομίζω, με θάρρος και ειλικρίνεια τις αδυναμίες και τις παραλείψεις σ’ αυτό το θέμα του δικού μου κόμματος.
Αλλά αναρωτιέμαι σε τι βοήθησε, π.χ., πριν ακόμα μετρηθούν οι κάλπες και μόλις αισθάνθηκε ότι άντεξε, η εξαγγελία από τον κύριο Βενιζέλο του δικού του Συνεδρίου και η πρόσκλησή του να προστρέξουμε.
Αν νομίζει ότι ανοίγει πόρτες έτσι, να μου επιτρέψει να του πω ότι η βιασύνη του για πρωτιά στις πρωτοβουλίες κλείνει πόρτες.
Ζητάω συναγωνιστές της Ελιάς σύνεση και ρεαλισμό.
Και ζητάω από τους καλούς φίλους στο Ποτάμι να ανταποκριθούν, να μπολιάσουν με το καινούργιο που έφεραν στην πολιτική ζωή, τη μεγάλη συνάντηση, αυτή που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
Εμείς προτείνουμε και οι τρεις χώροι ΕΛΙΑ, ΠΟΤΑΜΙ, ΔΗΜΑΡ, να συγκροτήσουν απ΄ τις επόμενες μέρες μια επιτροπή που θα ξεκινήσει έναν έντιμο, ειλικρινή, ανοιχτό διάλογο χωρίς όρους και προαπαιτούμενα για την συγκρότηση της νέας μεγάλης ελπίδας.
Να εμπνευστούμε από την υπόθεση της μεγάλης δημοκρατικής συνάντησης.
Να πιστέψουμε στη δύναμή της. Και να εμπνεύσουμε.
Διότι, όπως λένε και οι Γάλλοι, δεν πρέπει να συγχέουμε τη βιασύνη —την απερίσκεπτη σπουδή— με την ταχύτητα.
Πάντα εμπνέεις όταν ξεπερνάς τον εαυτό σου, όταν τολμάς να πάρεις ηγετικές πρωτοβουλίες για ένα πρωτοπόρο κοινωνικά και αναγκαίο ιστορικά βήμα.
Εμείς θα είμαστε παρόντες και παρούσες υπερβαίνοντας τις δυσκολίες.
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
θα τελειώσω, έτσι όπως έκλεισα την ομιλία μου στη συνεδριακή κεντρική επιτροπή της ΔΗΜΑΡ προ μηνών.
Κι εγώ και πλείστοι άλλοι δεν έχουμε καμία πρόθεση να παραδώσουμε όλα όσα διαμόρφωσαν τη ζωή μας μέσα από τη μεγάλη περιπέτεια της Ανανεωτικής Αριστεράς σε κανέναν, είτε εντός είτε εκτός των τειχών.
Και ούτε θα κρεμάσουμε τα κλειδιά στον τοίχο.
«Οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ’ αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν’ αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες», Ηλίας Βενέζης.